ὁμηρεύσας

ὁμηρεύσας
ὁμηρεύσᾱς , ὁμηρέω
meet
pres part act fem acc pl (epic doric ionic)
ὁμηρεύσᾱς , ὁμηρέω
meet
pres part act fem gen sg (doric)
ὁμηρεύσᾱς , ὁμηρεύω
to be
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομηρεύω — (I) ὁμηρεύω (Α) [όμηρος] 1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τούς τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.) 2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.) 3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”